θερμοτέρᾳ — θερμοτέρᾱͅ , θερμός hot fem dat comp sg (attic doric aeolic) θερμοτέρᾱͅ , θερμός hot fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότερα — θερμός hot neut nom/voc/acc comp pl θερμός hot neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτέρας — θερμοτέρᾱς , θερμός hot fem acc comp pl θερμοτέρᾱς , θερμός hot fem gen comp sg (attic doric aeolic) θερμοτέρᾱς , θερμός hot fem acc comp pl θερμοτέρᾱς , θερμός hot fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτέραν — θερμοτέρᾱν , θερμός hot fem acc comp sg (attic doric aeolic) θερμοτέρᾱν , θερμός hot fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμότερ' — θερμότερα , θερμός hot neut nom/voc/acc comp pl θερμότερα , θερμός hot neut nom/voc/acc comp pl θερμότερε , θερμός hot masc voc comp sg θερμότερε , θερμός hot masc voc comp sg θερμότεραι , θερμός hot fem nom/voc comp pl θερμότεραι , θερμός hot… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… … Dictionary of Greek
θερμοτέραις — θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногоизвѣстьныи — (1*) пр. Очень устойчивый, надежный, постоянный: Сего ра(д) приобьщенье вещь наречеть. показа˫а въздавьѥ бывъшее. ѿ сего бо еже любовное простиръше(с) [так!] и многоизвѣстьноѥ. (τὰ τῆς ἀγοπης ἐγίνετο ϑερμότερα πολλῷ καὶ βεβαιότερα) ПНЧ XIV, 91б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… … Dictionary of Greek